- αμφισβητούμενο
- το спорный вопрос
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
αλλοφάσσω — ἀλλοφάσω (Α) παραπαίω, παραφρονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ιωνική λ., αβέβαιης ετυμολογίας. Το ά συνθετικό της συνδέεται με τη λ. ἇλλος (αιολ., αμφισβητούμενο τ. τής λ. ἠλεός «ταραγμένος, παράφρων» πρβλ. και ἀλλό φρων). Για το β συνθετικό πρβλ. λ. παιφάσσω «ορμώ … Dictionary of Greek
αλλόφρων — ( ονος), ον (Α ἀλλόφρων) νεοελλ. αυτός που είναι υπερβολικά ταραγμένος, εκτός εαυτού, έξαλλος αρχ. αυτός που σκέπτεται διαφορετικά, που έχει διαφορετική γνώμη. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετη λ. τής οποίας το ά συνθετικό συνδέεται με τη λ. ἄλλος (αιολ.,… … Dictionary of Greek
αμφιγνοώ — ἀμφιγνοῶ ( έω) (ΑΜ) 1. αμφιβάλλω, δεν είμαι βέβαιος ή έχω λανθασμένη εντύπωση για κάτι αρχ. 1. δεν γνωρίζω, αγνοώ 2. (η μτχ. παθ. αορ.) ἀμφιγνοηθείς, θεῑσα, θέν αυτός που δεν έγινε γνωστός, ο άγνωστος 3. (το ουδ. σε απρόσ. έκφραση)… … Dictionary of Greek
αμφισβήτημα — ἀμφισβήτημα, το (Α) [ἀμφισβητῶ] 1. αμφισβητούμενο ζήτημα ή θέμα 2. επιχείρημα, ισχυρισμός … Dictionary of Greek
δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… … Dictionary of Greek
δείχνω — και δείχτω (AM δείκνυμι και δεικνύω) 1. υποδεικνύω, εντοπίζω κάποιον ή κάτι τείνοντας προς το μέρος του τον δείχτη του δεξιού χεριού («δείξε στον χάρτη το χωριό σου», «δεῑξαι Άλέξανδρον... Μενελάῳ») 2. φανερώνω, προβάλλω, αποκαλύπτω (α. «το… … Dictionary of Greek
εαρινοποίηση — Το φαινόμενο της ταχύτερης ωρίμανσης των χειμερινών σιτηρών, ύστερα από επίδραση χαμηλής θερμοκρασίας σε ελαφρώς διογκωμένους σπόρους τους πριν από τη σπορά. Κανονικά, αν οι σπόροι των χειμερινών σιτηρών διατηρηθούν σε υψηλή θερμοκρασία,… … Dictionary of Greek
ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
ορδαλία — η 1. δοκιμασία που γινόταν ώστε να προκληθεί και να εκφραστεί η κρίση τού θεού με ορατά σημεία, προκειμένου να αποδειχθεί η αθωότητα ή η ενοχή ενός ατόμου ή να δοθεί λύση για αμφισβητούμενο θέμα, αλλ. θεοκρισία 2. (λαογρ.) το σύνολο τών λαϊκών… … Dictionary of Greek